penultimate$548360$ - ορισμός. Τι είναι το penultimate$548360$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι penultimate$548360$ - ορισμός

SECOND TO LAST SYLLABLE OF A WORD
Penultimate

penult         
[p?'n?lt, 'p?n?lt]
¦ noun Linguistics the penultimate syllable of a word.
¦ adjective archaic term for penultimate.
Penult         
·noun The last syllable but one of a word; the syllable preceding the final one.
penultimate         
The penultimate thing in a series of things is the last but one. (FORMAL)
...on the penultimate day of the Asian Games.
...in the penultimate chapter.
ADJ: det ADJ

Βικιπαίδεια

Penult

Penult is a linguistics term for the second to last syllable of a word. It is an abbreviation of penultimate, which describes the next-to-last item in a series. The penult follows the antepenult and precedes the ultima. For example, the main stress falls on the penult in such English words as banána, and Mississíppi, and just about all words ending in –ic such as músic, frántic, and phonétic. Occasionally, "penult" refers to the last word but one of a sentence.

The terms are often used in reference to languages like Latin and Ancient Greek, where the position of the pitch accent or stress of a word only falls on one of the last three syllables, and sometimes in discussing poetic meter.

In certain languages, such as Welsh and Polish, stress is always on the penult.